- ενδιατάσσω
- ἐνδιατάσσω (Α)διατάσσω, τακτοποιώ σ' έναν χώρο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐνδιατάξαι — ἐνδιατάσσω draw up in aor inf act ἐνδιατάξαῑ , ἐνδιατάσσω draw up in aor opt act 3rd sg ἐνδιατάσσω draw up in aor inf act ἐνδιατάξαῑ , ἐνδιατάσσω draw up in aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδιατάσσειν — ἐνδιατάσσω draw up in pres inf act (attic epic) ἐνδιατάσσω draw up in pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδιατεταγμένοις — ἐνδιατάσσω draw up in perf part mp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδιατεταγμένας — ἐνδιατεταγμένᾱς , ἐνδιατάσσω draw up in perf part mp fem acc pl ἐνδιατεταγμένᾱς , ἐνδιατάσσω draw up in perf part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)